ΧΩΡΙΑ
Κερατόκαμπος Ηρακλείου

Ο Κερατόκαμπος (κάτοικοι 156 το 2001) είναι παραθαλάσσιο χωριό της επαρχίας Βιάννου και του Δημοτικού διαμερίσματος Βιάννου του δήμου Βιάννου, στο Νομό Ηρακλείου. Αποτελεί επίνειο της Άνω Βιάννου. Το μήκος της ακτής του είναι περίπου 7 χιλιόμετρα. Η παραλία του αποτελεί αξιοθέατο και εκεί καταλήγει το φαράγγι του Καβουσίου. Το χωριό είναι νέο, καθώς ιδρύθηκε μετά τη δεκαετία του '50. Η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η καλλιέργεια κηπευτικών (αγγούρι, ντομάτα, πιπεριά), τα θερμοκήπια και ο τουρισμός. Κεντρικός ναός είναι αυτός του Αγίου Παντελεήμονα.

Φυσική εξέταση
Στα βόρεια της ακτής του βρίσκεται η κοιλάδα του Κερατοκαμπίτη ποταμού. Ο ποταμός αυτός ακολουθεί πορεία μέσα από το άγριο φαράγγι της Πορτέλας, το οποίο συνεχίζεται σε ένα μικρότερο φαράγγι. Το φαράγγι αυτό λέγεται «Του Πισκόπη το Πήδημα» από έναν θρύλο που διασώζεται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο θρύλος μιλά για έναν επίσκοπο που έτρεχε έφιππος να ξεφύγει από τους Τούρκους που τον καταδίωκαν. Με το που έφτασε στην άκρη του φαραγγιού, το άλογό του πήδηξε μακριά και κατάφερε να περάσει απέναντι. Έτσι, σώθηκε ο επίσκοπος και λέγεται ότι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Άγιο Γεώργιο (σε αυτόν απέδωσε τη σωτηρία) έχτισε το σημερινό ναό του Αγίου Γεωργίου.
Στην περιοχή ευδοκιμεί το τροπικό φυτό ευδοκιμεί το τροπικό φυτό αρμυρίκι, το οποίο ζει με θαλασσινό νερό.

Ιστορικά στοιχεία
Θεωρίες για την προέλευση του ονόματος
Διάφορες θεωρίες υπάρχουν για την προέλευση του ονόματος του οικισμού. Κατά τον Σπρατ, ναυτικό περιηγητή (19ος αιώνας) , προέρχεται από την αρχαία πόλη Κεραία. Άλλοι διατείνονται ότι το όνομα προήλθε από τις κερατιές, όπως λέγονται οι χαρουπιές, οι οποίες βρίσκονται πίσω από την κοιλάδα του Κερατόκαμπου. Μια άλλη υπόθεση συνδέει την ονομασία με τον ασβεστολιθικό βράχο 617μ., ο οποίος βρίσκεται στα βόρεια του όρμου, το επονομαζόμενο Κέρατο. Το έξαρμα αυτό είναι ορατό από όλα τα μέρη και από τα παλιά τα χρόνια προσέλκυε την προσοχή των επισκεπτών. Από την κορυφή του μπορεί κανείς να διακρίνει ολόκληρη την περιοχή της Βιάννου.
Αρχαιολογική αξία
Η ευρύτερη περιοχή έχει σημαντική αρχαιολογική αξία. Εδώ κοντά λατρευόταν η Μινωίτισσα θεά του τοκετού Ειλείθυια. Επίσης, η αρχαιότερη ονομασία για τη χαρουπιά είναι κερατωνία ή κερωνία, πράγμα που επιβεβαιώνει κάπως μία από τις εκδοχές για την προέλευση της ονομασίας.
Αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως ίχνη από τα ερείπια ενός ενετικού φρουρίου , που θεωρείται ότι κτίστηκε για να αντιμετωπιστούν οι πειρατικές επιδρομές. Σύμφωνα με μια άποψη, στο βράχο Κέρατο ή Βίγλα βρίσκονται πιθανότατα τα ερείπια της αρχαίας πόλης Κεραίας, κάτι που στηρίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα, όπως και στα αρχαία αντικείμενα που βρέθηκαν στο Νυχτεριδόσπηλιο, το μεγαλύτερο σπήλαιο στην περιοχή.
Σύγχρονη ιστορία
Την περίοδο των Επαναστάσεων κατά των Τούρκων, στον Κερατόκαμπο μεταφέρονταν πολεμοφόδια. Επίσης, το λιμάνι του εξυπηρέτησε τις αποβιβάσεις των επιδρομέων. Αξιοσημείωτο είναι ότι τον περασμένο αιώνα στον τόπο αυτό λειτουργούσε τελωνείο, με διορισμένο τελώνη.
Ο Κερατόκαμπος άρχισε να οικοδομείται και να κατοικείται από τη δεκαετία του ‘50 και έπειτα. Μέχρι τότε, το μόνο που υπήρχε στην περιοχή ήταν κάποια μικρά οικοδομήματα- αποθήκες, που εξυπηρετούσαν τους εμπόρους στην αποθήκευση των προϊόντων τους (λάδι, χαρούπια, κίτρα κλπ.) . Τα κτίρια αυτά ήταν γνωστά με το όνομα Μαγατζέδες και δημιουργήθηκαν στα 1900-1930.
Την περίοδο αυτή (αρχές 20ού αιώνα), ο οικισμός ήταν μια Σκάλα (μικρό εμπορικό κέντρο) και είχε ιδρυθεί από την Κρητική Πολιτεία ως σταθμός για τη φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων από και προς άλλες πόλεις και οικισμούς της Κρήτης, καθώς το οδικό δίκτυο δεν ήταν τότε επαρκές.
Στους Μαγατζέδες εγκαταστάθηκε αργότερα και το πρώτο τηλέφωνο της περιοχής, ώστε να εξυπηρετηθεί η επικοινωνία.
Σταδιακά, μετά τη δεκαετία του ‘80, αναπτύχθηκε η τουριστική υποδομή και ο Κερατόκαμπος, όπως και το γειτονικό Καστρί, δέχονται πολλούς τουρίστες σε ετήσια βάση.
Πολιτιστικά στοιχεία
Στο χωριό δραστηριοποιείται πολιτιστικός σύλλογος, με την επωνυμία «Η Βίγλα». Ιδρύθηκε από κατοίκους και φίλους το 1996 και στοχεύει στην ποιοτική παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής, εκτός από την προβολή του τόπου.
Η μουσική παράδοση του Κερατόκαμπου κυριαρχείται από το μαντολίνο και το βιολί, με επιρροές από τη Σητειακή Σχολή.

Λάστρος Λασιθίου
Η Λάστρος βρίσκεται στο Δήμο Σητείας, στο ανατολικό τμήμα της Κρήτης. Είναι ένα γραφικό χωριό, με λίγους κατοίκους κατά τη διάρκεια του χειμώνα που πυκνώνουν το καλοκαίρι. Στην απογραφή του 2001 είχε 161 κατοίκους και κατά την απογραφή του 2011 είχε 104 κατοίκους. Μαζί με το χωριό Άγιο Πνεύμα Λασιθίου αποτελούν την Τοπική Κοινότητα Λάστρου Λασιθίου και ανήκουν στην Δημοτική ενότητα Σητείας του Δήμου Σητείας. Μέχρι το 2010 ανήκε στο καποδιστριακό Δήμο Σητείας[1]. Βρίσκεται σε υψόμετρο 314 μέτρων, σε μία κοιλάδα ανάμεσα στο όρος Καψά (1000 μ.) δυτικά και κάποια μικρότερα υψώματα ανατολικά. Δυτικά και νότια του χωριού διακρίνεται πάνω στα υψώματα το ρήγμα της Λάστρου, γνωστό και ως «στεφανιές». Το ρήγμα έχει αρκετά μέτρα ύψος.
Στη Λάστρο έχει εντοπιστεί μινωικός οικισμός, του οποίου το όνομα μπορεί να διατηρεί μέχρι σήμερα. Νοτιοδυτικά του χωριού εντοπίστηκε υστερομινωικό νεκροταφείο στο οποίο βρέθηκε χάλκινο ξίφος, αγγεία και πύλινο γυναικείο ειδώλιο. Άλλοι δύο τάφοι της ίδια περιόδου έχουν εντοπιστεί στη θέση Λαγγάδες. Στη σπηλιά Κυνηγόσπηλιος ανακαλύφθηκαν ευρύματα της αρχαϊκής εποχής.
Ο Φραντσίσκο Μπαρότσι αναφέρει το 1577 το χωριό ως Lastro. Στην απογραφή του Καστροφύλακα (Κ138) του 1583 αναφέρεται ότι έχει 282 κατοίκους. Το χωριό αναφέρεται από το Βασιλικάτα το 1630 και την τουρκική απογραφή του 1671. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται ως Làstro με 27 χριστιανικές και 6 τουρκικές οικογένειες. Το 1881 αναφέρεται ότι έχει 438 χριστιανούς κατοίκους. Στην απογραφή του 1920 είχε 480 κατοίκους. Η πορεία του πληθυσμού στις επόμενες απογραφές: 484 (1928), 459 (1940), 407 (1951), 325 (1961), 207 (1971), 181 (1981).
Στο χωριό δραστηριοποιείται ο Προοδευτικός Σύλλογος Λάστου. Από τη Λάστρο κατάγονται οι:
Κωστής Φραγκούλης (Ανταίος), (γενν. 1921), συγγραφέα, λογοτέχνη, λαογράφο
Νίκος Ζερβονικολάκης, συγγραφέας - δημοσιογράφος
Μιχαήλ Καταπότης (Λάστρο 1878-1947), γιατρός, βουλευτής της Κρητικής Βουλής, βουλευτής Λασιθίου και Γερουσιαστής, Υπουργός Γενικός Διοικητής Κρήτης
Εμμανουήλ, Ι. Μοσχολιδάκης, μακεδονομάχος
Στυλιανός Πλακαντωνάκης, (γενν. 1915), συγγραφέας
Στη Λάστρο βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, από τη βυζαντινή εποχή[6]. Οι αγιογραφίες της ασβεστώθηκαν και καταστράφηκαν. Σώζεται η ενετική καμπάνα, στην οποία είναι χαραγμένη η χρονολογία MDCVIIII (1609)
Στη Λάστρο έχει εντοπιστεί μινωικός οικισμός, του οποίου το όνομα μπορεί να διατηρεί μέχρι σήμερα. Νοτιοδυτικά του χωριού εντοπίστηκε υστερομινωικό νεκροταφείο στο οποίο βρέθηκε χάλκινο ξίφος, αγγεία και πύλινο γυναικείο ειδώλιο. Άλλοι δύο τάφοι της ίδια περιόδου έχουν εντοπιστεί στη θέση Λαγγάδες. Στη σπηλιά Κυνηγόσπηλιος ανακαλύφθηκαν ευρύματα της αρχαϊκής εποχής.
Ο Φραντσίσκο Μπαρότσι αναφέρει το 1577 το χωριό ως Lastro. Στην απογραφή του Καστροφύλακα (Κ138) του 1583 αναφέρεται ότι έχει 282 κατοίκους. Το χωριό αναφέρεται από το Βασιλικάτα το 1630 και την τουρκική απογραφή του 1671. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται ως Làstro με 27 χριστιανικές και 6 τουρκικές οικογένειες. Το 1881 αναφέρεται ότι έχει 438 χριστιανούς κατοίκους. Στην απογραφή του 1920 είχε 480 κατοίκους. Η πορεία του πληθυσμού στις επόμενες απογραφές: 484 (1928), 459 (1940), 407 (1951), 325 (1961), 207 (1971), 181 (1981).
Στο χωριό δραστηριοποιείται ο Προοδευτικός Σύλλογος Λάστου. Από τη Λάστρο κατάγονται οι:
Κωστής Φραγκούλης (Ανταίος), (γενν. 1921), συγγραφέα, λογοτέχνη, λαογράφο
Νίκος Ζερβονικολάκης, συγγραφέας - δημοσιογράφος
Μιχαήλ Καταπότης (Λάστρο 1878-1947), γιατρός, βουλευτής της Κρητικής Βουλής, βουλευτής Λασιθίου και Γερουσιαστής, Υπουργός Γενικός Διοικητής Κρήτης
Εμμανουήλ, Ι. Μοσχολιδάκης, μακεδονομάχος
Στυλιανός Πλακαντωνάκης, (γενν. 1915), συγγραφέας
Στη Λάστρο βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, από τη βυζαντινή εποχή[6]. Οι αγιογραφίες της ασβεστώθηκαν και καταστράφηκαν. Σώζεται η ενετική καμπάνα, στην οποία είναι χαραγμένη η χρονολογία MDCVIIII (1609)


